- επωζω
- ἐπῴζωἐπ-ῴζω2) (о наседке) кудахтать Arph.
Древнегреческо-русский словарь - М.: ГИИНС. Дворецкий И.Х.. 1958.
Древнегреческо-русский словарь - М.: ГИИНС. Дворецкий И.Х.. 1958.
επώζω — (I) ἐπῴζω (Α) (για τη Νιόβη) θρηνώ («τέκνοις ἐπῷζε τοῑς τεθνηκόσι», Αισχύλ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < επί + οίζω / οΐζω «θρηνώ». Το ω λόγω τού νόμου τής «εκτάσεως εν συνθέσει»]. (II) ἐπῴζω (Α) επωάζω … Dictionary of Greek
ἐπῴζει — ἐπῴζω cluck pres ind mp 2nd sg ἐπῴζω cluck pres ind act 3rd sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐπῴζειν — ἐπῴζω cluck pres inf act (attic epic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐπῷζε — ἐπῴζω cluck imperf ind act 3rd sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐπῷζεν — ἐπῴζω cluck imperf ind act 3rd sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐπῴζουσ' — ἐπῴζουσα , ἐπῴζω cluck pres part act fem nom/voc sg (attic epic doric ionic) ἐπῴζουσι , ἐπῴζω cluck pres part act masc/neut dat pl (attic epic doric ionic) ἐπῴζουσι , ἐπῴζω cluck pres ind act 3rd pl (attic epic doric ionic) ἐπῴζουσαι , ἐπῴζω… … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)